21.7.09

Ένα αστείο γεννιέται στην Κηφισίας

Τις περισσότερες φορές δε γνωρίζεις τη στιγμή που ένα αστείο ετοιμάζεται να γεννηθεί, επειδή η γλώσσα, τελικά, αποφασίζει για τη γέννησή του. Η επίγνωση αυτής της αδυναμίας μπορεί να έχει ένα θετικό αποτέλεσμα και να οδηγήσει σε μια καλύτερη τελεολογική εξερεύνηση ή διερεύνηση της γλώσσας, όταν είμαστε ανοικτοί απέναντι στον εαυτό μας και στη σχέση μας με τους άλλους. Διότι, το χιούμορ της γλώσσας αποκαλύπτεται στο λογοπαίγνιο. Ποιο θα ήταν το χιούμορ της γλώσσας, εάν δεν υπήρχε το λογοπαίγνιο;

Τι εννοώ
Είθισται οι εργαζόμενοι, που επανδρώνουν τα γραφεία των εταιρειών, τις περισσότερες ώρες να είναι καθιστοί. Δεν πρόκειται μόνο για έναν εθισμό σε ένα καθιστικό ωράριο, αλλά και για μιαν επιβληθείσα, επιχειρησιακή ανάγκη, η οποία ακούει στο όνομα της πειθαρχίας, και στο πλαίσιο της οποίας, οι εργαζόμενοι αρκούνται στο να κοιτούν μπροστά τους, στην ευθεία, μη συναινώντας στη ματιά του άλλου, του ξένου συναδέλφου, που αφαιρείται και τρέχει στο ανοικτό, θορυβογόνο παράθυρο. Διότι, οι αφηρημένοι μπορούν να σκέφτονται στατικά, αλλά όχι και να λύνουν στατιστικές, με κομπιουτεράκι, δηλαδή, ενεργά.

Ενώ, λοιπόν, κάθε πόστο εργασίας ούτε λίγο ούτε πολύ εξυμνεί αυτό το στοιχείο της ενεργούς προσοχής-μάθησης-ανταπόκρισης, υπόγεια, η παθητικότητα της γλώσσας, που συνήθως χρησιμοποιείται κατά συγκεκριμένο τρόπο, μέσα σε ένα χώρο εργασίας, και αφορά στον καθωσπρεπισμό και στη διατήρηση της ομαλότητας, μπορεί να μετατραπεί σε ενεργητικότητα, μέσα από το λογοπαίγνιο. Και τότε, μέσω του σύντομου διαλόγου, αυτή η γλώσσα είναι ο κύριος παίκτης του παιχνιδιού. Ώστε, περιμένοντας το σφύριγμα, η πρόσφατη ανάμνηση του γλωσσικού ενεργήματος, δηλαδή, του αστείου, προσδίδει έναν αφηγηματικό χαρακτήρα στο χώρο.

Είμαστε, πλέον, στη χώρα του αλλού, στα βαθιά, εκεί που δεν αρκεί οποιαδήποτε τυπική συναλλαγή για να κατοικήσει εξολοκλήρου. Όπως δεν χωρά όλο το σώμα μας στο ρηχό νερό, και, τότε, η επιθυμία να βουτήξουμε στα ανοιχτά διεγείρεται, ομοίως η διάρκεια της τυπικότητας δεν μας ικανοποιεί, και αναζητούμε μια στιγμιαία ρήξη με τη σιωπή του γνήσιου εαυτού μας, καλώντας ένα φίλο για να γελάσουμε, να ξεφύγουμε, να αποσυντονιστούμε. Ποιος, όμως, άφησε την επιθυμία για τη γλώσσα έξω στα ρηχά, ώστε να μη μιλάμε, τελικά, παρά μόνο ρωτώντας ποιος θέλει τσιγάρα και ποιος σάντουιτς με γαλοπούλα; Μήπως φταίει η λέξη ‘‘συνάδελφος’’ και η καθολική ομοιότητα που εγείρει;

Ένα παράδειγμα βραχύβιου αστείου σερβίρετε;
Μια εργαζόμενη στην τσίτα κουνάει πέρα δώθε τα πόδια της, με αποτέλεσμα το γραφείο της να στρίβει κάπως ανορθόδοξα. Αυτό θα το χαρακτηρίζαμε ως ένα στραβό γραφείο (δήλωση). Διακρίνοντας, επίσης, ότι το γραφείο είναι από ξύλο, θα προσθέταμε ότι πρόκειται για ένα στραβό, ξύλινο γραφείο. Αυτό το δεδομένο είναι δυνατόν να εμπλουτιστεί με ζωή και να γίνει αντικείμενο διαλόγου για την εργαζόμενη και μια συνάδελφό της, εάν η τελευταία της επισημάνει ότι το γραφείο είναι στραβό, και προσπαθήσει να το ισιώσει. Τότε, εάν η εργαζόμενη τηρήσει το κοσμικό συμβόλαιο, δεν θα αντιδράσει. Αν, όμως, απαντήσει «ε, βέβαια, το γραφείο είναι στραβό, αφού είμαι στραβόξυλο», τότε γεννιέται το αστείο. Και δεν είναι κακό, ούτε για το στομάχι, καθώς, κάποτε, σε ένα περιοδικό είχα διαβάσει πως 100 γέλια ισοδυναμούν με δέκα λεπτά κωπηλασίαςRire ensemble.
Επίσης:

No comments: