29.3.10

Το Γ' μέρος της συνέντευξης με τη Β. Ζορμπά - Ραμμοπούλου

*Όταν η ιστορία συναντά τη μυθοπλασία, τι μέλλει γενέσθαι;

Συνομιλώντας

με τη Βησσαρία Ζορμπά-Ραμμοπούλου,
συγγραφέα του μυθιστορήματος
Με την πορφύρα και τον χρωστήρα,

που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
(γ' και τελευταίο μέρος της συνέντευξης, που έχει δημοσιευτεί
στον Καστρολόγο, τεύχος 5, Φεβρουάριος 2010).


Ζώντας στην Αιτωλοακαρνανία, τι σας ώθησε να γράψετε το Με την πορφύρα και τον χρωστήρα;

Β.Ρ: Καταρχήν, στην Αιτωλοακαρνανία, τα περισσότερα μνημεία είναι βυζαντινά. Έχουν πιο έντονη παρουσία, σε σύγκριση με άλλα των κλασσικών και Μυκηναϊκών χρόνων, και, λόγω της μικρότερης χρονολογικής απόστασης, είναι και καλύτερα διατηρημένα. Οπότε, είναι και πιο παραστατικά για το σύγχρονο κάτοικο της περιοχής. Αυτά τα μνημεία, όπως είναι το Μοναστήρι της Μυρτιάς, η Παναξιώτισσα στη Γαυρολίμνη , εκτός από πολύ όμορφα, είναι και μοναδικά: έχουν μεγάλη αρχαιολογική σημασία, διαμόρφωσαν σημαντικό ρόλο στην αρχαιότητα, και είναι δείγματα εξαίσιας αρχιτεκτονικής.

Βέβαια, προβληματίστηκα για το πού θα έπρεπε να τοποθετήσω τη δράση, σε σχέση με την εικονομαχία. Επιλέγοντας το θέμα της εικονομαχίας, όσον αφορούσε στην Αιτωλοακαρνανία, δε μπορούσα να αφηγηθώ πολλά. Από την άλλη, η Κωνσταντινούπολη ήταν το κέντρο της έρευνας. Επομένως, έπρεπε να βρεθεί μία περιοχή, η οποία θα οδηγούσε προς την Κωνσταντινούπολη και, από την άλλη, έπρεπε να είναι «χαμένη», καθώς η νίκη των εικονολατρών είχε αποκόψει τις περιοχές, όπως αυτήν, από το κέντρο.

Και άρα αυτή η αποκέντρωση δίνει το έναυσμα για τη μυθοπλασία.

Β.Ρ: Ακριβώς. Πιστεύω ότι η νίκη των εικονολατρών ήταν μία νίκη του ελληνικού στοιχείου: των Ελλήνων που αγαπούσαν την αναπαραστατική τέχνη και την αναπαραστατική δύναμη της εικόνας, ώστε να της αποδίδουν, -και από την κλασική αρχαιότητα-, όχι απαραίτητα μεταφυσικές, αλλά μη υλικές δυνάμεις. Αυτό το στοιχείο είναι μία νίκη. Ωστόσο, κάποιοι λαοί και εθνότητες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για τους οποίους «Θείο» και εικόνα δεν συνταιριάζονταν, παραμερίστηκαν.

Αυτή η σχέση σώματος-πνεύματος, ύλης και μη ύλης εξακολουθεί να μας απασχολεί.

Β.Ρ: Νομίζω, ότι έχουμε την εντύπωση ότι αυτά είναι του παρελθόντος. Και μόνο που ξεκίνησε στην Ευρώπη το ζήτημα της απεικόνισης ή όχι των σκίτσων του Μωάμεθ, από μία χώρα, τη Δανία, απ’ όπου δεν περίμενε κάποιος ότι θα αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα, αυτό δείχνει ότι υπάρχουν διαφορές, μεταξύ λαών και πολιτισμών, όσον αφορά στις απόψεις τους περί «Θείου». Το «Θείο» είναι βαθιά συνδεδεμένο με την ψυχή και τη συλλογικότητα, καθώς και με την κουλτούρα τους. Ώστε τίθεται σε νέα βάση, χωρίς να είναι του παρελθόντος.

Σχετικά με την κουλτούρα, που αναφέρατε, και είναι μια σύνθεση του τοπικού με το παγκόσμιο (σ. «σκέψου σφαιρικά, δράσε τοπικά»), πώς οι μνήμες από το Αγρίνιο ξυπνούν την ώρα που γράφετε;

Β.Ρ: Οι μνήμες δεν ξυπνούν μόνο, ως μνήμες, αλλά έρχονται σαν βίωμα. Την ώρα που κάποιος γράφει, τον επισκέπτεται αυτό που έχει ζήσει: αυτό που έχει δει και νιώσει μέσα σε ένα κάστρο, σε ένα ναό ή καστρομονάστηρο. Περνώντας την πύλη, είναι σαν να φτάνεις σε μια άλλη εποχή. Το υλικό κατάλοιπο έχει την ψυχή του και σου τη μεταφέρει. Το περιβάλλον, ο τόπος, το βίωμα έρχονται, την ώρα που γράφεις, σαν λέξη πηγαία και ανεξάντλητη, που δεν βρίσκεται μόνο σε λεξικά.

Έχετε ακόμη γράψει ιστορίες για παιδιά και διηγήματα.

Β.Ρ: Όλα τα παιδικά διαδραματίζονται είτε στο Αγρίνιο είτε στο νομό Αιτωλοακαρνανίας, όπως στον Άγιο Βλάση, στο Θέρμο και στον Αστακό. Μια άλλη ιστορία μου, αστυνομικής πλοκής, διαδραματίζεται στο Μοναστήρι της Μυρτιάς. Εκεί, η ιστορία του τόπου έρχεται μέσα από την περιπέτεια των παιδιών, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να μεταδώσω στα παιδιά την αγάπη για το διάβασμα αλλά και για τον τόπο, ιδίως για τη σημασία του.

Ξυπνά εν τέλει η ανάγκη να επισκεφτείς τον τόπο.

Β.Ρ: Βέβαια. Αυτοί οι μικροί ήρωες νιώθουν γοητεία, μπαίνοντας στο καστρομονάστηρο, ένα οχυρωμένο μέρος, περιστοιχισμένο από μύθους και θρύλους. Ανάλογο δέος με εκείνο των ηρώων, οι μικροί μαθητές της Αιτωλοακαρνανίας θα νιώσουν, αν επισκεφτούν το μνημείο για να το αγαπήσουν και να μάθουν πώς να το προστατεύουν. Διότι, το Βυζαντινό μνημείο, επειδή είναι συχνά και τόπος λατρείας, μένει ανοικτό, για πολλές ώρες, στο κοινό. Άρα, γίνεται προσβάσιμο και στον αρχαιοκάπηλο, που θα εμφανιστεί ως πιστός. Επομένως, το Βυζαντινό μνημείο είναι πιο ευάλωτο. Χρειάζεται μεγαλύτερη προστασία και από εμάς, το ενήλικο κοινό. Ο κάθε κλάδος έχει ειδικούς. Το σημαντικότερο όλων, όμως, δεν είναι η γνώση. Είναι η διαμόρφωση στάσης. Η στάση μετράει.
Και αυτό είναι ακτιβισμός.
Β.Ρ: Ακριβώς. Δείχνει το μέλλον για τον τόπο, το μνημείο, τον άνθρωπο σε σχέση με το μνημείο: τι ζωή θα ακολουθήσει και πώς θα ζήσουμε όλοι μαζί.

Επειδή το βιβλίο σας είναι ειδικού ενδιαφέροντος, θέλει και μια αντίστοιχη πλαισίωση. Πού πιστεύετε ότι μπορεί να φιλοξενηθεί;

Β.Ρ: Πράγματι, το βιβλίο απευθύνεται στον αναγνώστη που αγαπά την ιστορία. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπάρχει στις Εφορείες των Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στα Μουσεία και σε χώρους, τους οποίους επισκέπτονται τα σχολεία. Όλοι αυτοί οι χώροι πρέπει να είναι πλούσιοι σε υλικό, που ευνοεί την ανάδραση και τον αναστοχασμό.

Τελικά, για ένα συγγραφέα είναι αναγκαία μια πρότερη ‘‘εκπαίδευση’’ σε μικρότερα είδη γραφής, προτού φτάσει στο μυθιστόρημα;

Β.Ρ: Βέβαια. Καλλιεργώ ταυτόχρονα το διήγημα για ενήλικο κοινό, επειδή έχει άλλη δομή και απαιτήσεις. Ούτε έχω εγκαταλείψει το παιδικό. Από την άλλη, συνεχίζω να διαβάζω. Οι περισσότεροι Έλληνες γράφουν, ελάχιστα όμως διαβάζουν. Πρέπει να ασχολούμαστε και με τη συγγραφή των άλλων.

Ποιοι συγγραφείς, σας προίκισαν με έναν άλλο τρόπο σκέψης, ώστε να αναζητήσετε, γράφοντας, και τη δική σας ταυτότητα;

Β.Ρ: Ήταν ο Ντίκενς και ο Ντοστογιέφκι, στον οποίο βρήκα μεγάλη δυνατότητα κατάβασης και αποτύπωσης.

Ο Ντίκενς άρεσε και στον Κάφκα.

Β.Ρ: Αυτό ήθελα να πω, παλιότερα πίστευα ότι θα έβρισκα ένα συγγραφέα για να μπορώ να του μοιάσω. Δεν έχω τελικά μπορέσει να βρω, με την έννοια ότι δε θέλω να μοιάσω σε κάποιον. Κάποτε, το ήθελα, να μπορέσω να γίνω. Από την άλλη, οι συγγραφείς, τους οποίους λάτρευα από μικρή, δεν έχουν «αποκαθηλωθεί» από μέσα μου. Για παράδειγμα, από τους Έλληνες συγγραφείς, αριστοτεχνικής γραφής, είναι ο Βιζυηνός. Δεν επιθύμησα, όμως, ποτέ να γράψω σαν το Βιζυηνό. Και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Σε τελική ανάλυση, η γραφή είναι μια περιπέτεια.

Εξάλλου, το είδωλο του εαυτού έχει ήδη δημιουργηθεί, γράφοντας. Οπότε, σε ποιον και γιατί να μοιάσουμε, εφόσον η πράξη του ομοιώματος έχει ήδη συμβεί;

Β.Ρ: Ακριβώς. Πολύ σωστά.

Τίθεται βέβαια και το ζήτημα: επιρροές ή διακειμενικότητα. Και αναρωτιέμαι, γιατί ή το ένα ή το άλλο, όταν μπορεί το ένα (διακειμενικότητα) να είναι η συνέχεια του άλλου (των επιρροών);

Β.Ρ: Ναι, κι εγώ θεωρώ ότι σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας –στην Επιστήμη, στις Τέχνες και στα Γράμματα- δεν υπάρχει παρθενογένεση. Ακόμη και αν κάποιος δεν το συνειδητοποιεί, από κάπου έχει ξεκινήσει και συνεχίσει. Όποιος προσπαθεί μόνος να γράψει, δε θα γράψει.

Και είναι σε αυταπάτη.

Β.Ρ: Ακριβώς. Οπότε η αίσθηση της σοβαρότητας πλέον χάνεται. Ακόμη και αν, για κάποιους, οι επιρροές δεν αφορούν στο είδος του λόγου που προτιμούν να καλλιεργούν, διαβάζοντας άλλους συγγραφείς, εν τούτοις εξακολουθούν και είναι επιρροές: από τον δικό τους τόπο ή την παραμονή τους σε άλλα μέρη. Στην περίπτωση του Βιζυηνού βλέπουμε επιρροές από τον τόπο του και την περίοδο των σπουδών του στο εξωτερικό. Στην άλλη περίπτωση, του Παπαδιαμάντη, βλέπουμε την έντονη επιρροή των εκκλησιαστικών κειμένων, με τα οποία ο ίδιος μεγάλωσε ως παιδί ιερέα. Όμως, είναι εμφανής η επιρροή χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι η αναγνώριση της επιρροής μειώνει την αξία κάποιου.

Κρίνετε σημαντικό να υπάρχει το γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου;

Β.Ρ
: Όχι απαραίτητα. Διαβάζοντας το βιβλίο ξανά, ως έντυπο πια, από τη θέση της αναγνώστριας, είδα ότι οι λέξεις ήταν κατανοητές, μέσα στο γλωσσικό περιβάλλον, στο οποίο βρίσκονταν. Ωστόσο, οι εκδόσεις Πατάκη και εγώ καταλήξαμε ότι ήταν σημαντικό, το γλωσσάρι να αποτελείται από λέξεις και φράσεις για τις πράξεις, οι οποίες δεν υφίστανται πλέον, αλλά, από τότε, εκφράζουν την εποχή τους. Και, ένας από τους στόχους της λογοτεχνίας, που είναι η απόλαυση διά του λόγου, επιτυγχάνεται μέσα από την πιστή απόδοση της εποχής, στην οποία το μυθιστόρημα αναφέρεται, και άρα, μέσα από την πιστότητα στη γλώσσα. Η λογοτεχνία είναι η τέχνη του λόγου. Είναι ένα παιχνίδι, αναγνώστη και συγγραφέα, απολύτως συνειδητό.

Κλείνοντας, θέλω να μου πείτε, με μία φράση, τι διδάσκετε τους μαθητές σας.

Β.Ρ: Τι τους διδάσκω εγώ: να συνδέσουν τη ζωή τους με την ψυχή τους. Αυτό, να μην είναι τα πράγματα ξέχωρα και να μην προσπαθούν να βρουν την επιτυχία στη ζωή, ξεχνώντας τη ζωή τους. Ή, να μην προσπαθούν να «γυρίσουν μέσα», ανακαλύπτοντας την ψυχή, που είναι ένα motto του καιρού και αυτό, και να χάσουν τη ζωή και την επαφή τους με τον κόσμο. Η ερωτική ζωή είναι ένα πολύ ωραίο δώρο. Είναι ένα αγαθό και θα ‘πρεπε, μεγαλώνοντας, να συνταιριάσουν αυτό το πράγμα, τη ζωή τους, ακούγοντας την ψυχή τους.

Σας ευχαριστώ.

http://lego4.blogspot.com/2010/03/blog-post_6912.html
http://lego4.blogspot.com/2010/03/blog-post_16.html

No comments: