21.4.10

Βαρκελώνη 1, 2 και φύγαμε!


No soy que una escuchadora de los ritmos

15 Απριλίου, νωρίς το απόγευμα. Αν και ζαλισμένη, με ένα κεφάλι καγκουρό που βγάζει βόλτα τον πυρετό του, μια αύρα από οικείες ιδέες και φρέσκιες εντυπώσεις, πράγματι έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι πατώ στην άσφαλτο της Βαρκελώνης… Η απευθείας πρωινή πτήση της Aegean – Α3 680 και 681 της επιστροφής- σε αφήνει με τις μπαταρίες γεμάτες να ξεχυθείς στην plaza Catalunya, αφού έχεις πρώτα ξεμπαρκάρει στο Hotel CasaNova της Gran Via, δυο λεπτά περπάτημα από την πλατεία Πανεπιστημίου. Μοντέρνο, άνετο και ιδιαίτερο, το Hotel CasaNova είναι από τις καλύτερες ξενοδοχειακές προτάσεις στο ζωηρό κέντρο της πόλης. Οπότε, το κυνήγι του ματιού αρχίζει άμεσα στην πόλη που όλα ακούγονται όπως ένα «α»: «α», καίγομαι και «α» εκπλήσσομαι! Στη Βαρκελώνη που έχει τα πάντα: θάλασσα, καφέ, βιβλία. Την αισθάνεσαι από το πρώτο λεπτό σαν μια δεύτερη πατρίδα. Μπορείς να μιλήσεις σε όλους και όλοι να σου μιλήσουν. Αν μιλάς τα ισπανικά, τότε οι συζητήσεις γίνονται προχωρημένες: μέχρι τα ζώδια, πόσα ταξίδια κάνεις και ποιους συγγραφείς αγαπάς. Με γέλια στο ενδιάμεσο, σαν διακοπή για διαφημίσεις. Lo celebro!

Αν υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στα ελληνικά και τα ισπανικά; Κάποτε, στη Μαδρίτη, ένας νταρντανο-Ισπανός, που με άκουγε να μιλώ ελληνικά, μου είχε πει: « μου φαίνονται σαν τα ισπανικά, αλλά ανάποδα, από την άλλη πλευρά της Μεσογείου»...

Erase una vez, δηλαδή, μια φορά κι έναν καιρό… Στη Βαρκελώνη ξεκινούν και τελειώνουν συνέδρια, νύχτες με μοχίτο και ημέρες με ψώνια, από την κεντρική Ράμπλα, που σημαίνει «χείμαρρος»… μέχρι τις υπόλοιπες Ράμπλες. Μόδα, χαμόγελα, φωνές. Όλα μιλούν αυτήν την κελαρυστή γλώσσα της Μεσογείου. Κατεβαίνω στη Μπαρθελονέτα μόνο και μόνο για να δω νερό. Είναι τόσο απλό. Πίνω μια γρανίτα λεμόνι στην προβλήτα με τον ήλιο να με χτυπά κατακούτελα. Αργότερα αλλάζω διάθεση, καθώς επισκέπτομαι το σκοτεινό χώρο του μουσείου Κέρινων Ομοιωμάτων. Έρχονται τα φαντάσματα του Ιράν, τότε, και βλέπω σε ομοίωμα τον Ρέζα Πεχλαβί μπροστά μου. Θυμάμαι ότι αυτός ταξίδευε ανά την Ευρώπη, και κάπως έτσι, βάσει διπλωματίας, εξηγείται και η ύπαρξη του ομοιώματος. Όμως, συγκρατώ από το μουσείο δυο βλέμματα: του Αστούριας και του Λόπε ντε Βέγκα, στην άκρη.

Μπαίνω σε βιβλιοπωλεία, για να βρω νέα βιβλία, να τρέξει το μάτι στις σελίδες, ικανοποιημένο που αντιλαμβάνεται το κείμενο en Castellano. Από ένστικτο πέφτω πάνω στον Mendoza, και αποφασίζω να πάρω το βιβλίο. Επίσης, κουβεντιάζοντας, μαθαίνω ότι η κοπέλα στο ταμείο συζεί με έναν Έλληνα για δυο χρόνια, και αυτός δε μιλά γρι ισπανικά, μόνο αγγλικά. «Δεν ξέρει τι χάνει», της λέω να του πει, αφού η κοπέλα μου λέει τον πόνο της και τελικά πληρώνω για το βιβλίο του Mendoza. Λίγο που το ξεφύλλισα, είδα ότι υπάρχει μέλλον, να το διαβάζω τα βράδια της αθηναϊκής ζέστης με τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές τέντα.

Αργότερα πίνω από έναν espresso. Γνωρίζω σε μια άλλη γωνιά έναν ακόμη Jordi, όνομα πολύ οικείο στους Καταλανούς. Διότι, «Jordi» έλεγαν και έναν ταξιτζή, που με εξυπηρέτησε. Όλα γίνονται γρήγορα, η μια ανάσα δίνει στην επόμενη και από μια νέα εικόνα. Ένα σημάδι, ότι πρέπει να φύγω για το επόμενο συμβάν, ένα τηλεφώνημα στο κινητό, μια φωνή ή ένας κρότος από μακριά. Όλα εν τάχει αλλά πολύ γεμάτα, ενώ «gracias» και Grecia δεν έχουν και μεγάλη ηχητική διαφορά, αλλά αυτό πάλι δεν έχει και καμία σημασία.

Σε ένα δεύτερο βιβλιοπωλείο, συμβουλεύομαι έναν πολύ συμπαθητικό Ισπανό. Τελικά αγοράζω το βιβλίο διαφορετικών ιστοριών, Matar en Barcelona των εκδόσεων Alpha Decay, που μου προτείνει. Και, στο πλαίσιο του post-trip ή της meta communication, ήδη η πρώτη ιστορία “Festival de las Luces” του Javier Calvo μου αρέσει πολύ. Τώρα, ναι. Αναζητώ περισσότερα για τον ίδιο, στο διαδίκτυο. Τι σου είναι το διαδίκτυο!

Πίσω στη Βαρκελώνη: μιλώ με τον Αλόνσο από την Κολομβία και τον Αλεχάνδρο από την Αργεντινή, δυο παιδιά που βρίσκονται και δουλεύουν δυο χρόνια περίπου στη Βαρκελώνη. Τρώω ένα σάντουιτς με «χαμόν», συζητώντας μαζί τους την ώρα του διαλείμματος από το παιχνίδι του δρόμου με τους περαστικούς. «Αυτή η δουλειά σου ρουφά πολλή ενέργεια, και γι’ αυτό το κέφι μας εξαρτάται από το κέφι του κόσμου», μου λέει ο Αλεχάνδρο, που έχει στην Ελλάδα έναν καλό φίλο, το Γιώργο. Παντού υπάρχει ένας Jordi αλλά και παντού υπάρχει ένας Γιώργος. Μιλάμε, ενώ ετοιμάζουν, για να πιουν, Mate. «Σου δίνει πολλή ενέργεια το Mate, ιδίως το πρωί», μου λένε και έχουν δίκιο. Όλα αυτά τα πρόσωπα αξίζουν να γίνουν ιστορίες, σκέφτομαι, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού. Και μου δίνουν κι εμένα ενέργεια, ενώ χαίρομαι να διορθώνω τις εντυπώσεις, που με θέλουν πότε Ιταλίδα και πότε Ισπανίδα στην Ευρώπη. Βέβαια, τώρα με την κρίση, υπάρχουν και διχασμένες συμπεριφορές για την Ελλάδα, ακόμη και μεταξύ των Ισπανών. Από τους δυο Ισπανούς πελάτες, με τους οποίους μοιράζομαι τον καναπέ του βιβλιοπωλείου διαβάζοντας, ο μεγαλύτερος, όταν του αναφέρω ότι είμαι Ελληνίδα, ανασκουμπώνεται και δεν παραδέχεται ότι το θέμα της κρίσης αφορά γενικότερα στις μεσογειακές χώρες, όπως είναι και η Ισπανία. Αντίθετα, ο μικρότερος Ισπανός, ενώ έχει ήδη αποχωρήσει ο άλλος, μου αναφέρει: «αυτό που μου αρέσει σε εσάς είναι ότι μιλάτε. Εμείς εδώ κλεινόμαστε μέσα και ζούμε στα μουγκά». Με χαροποιεί λοιπόν, που ο νεότερος έχει αυτήν την εικόνα για την Ελλάδα. Και αυτό ακόμη το περιστατικό δείχνει ότι στους πιο νέους υπάρχει το αίσθημα της αλληλεγγύης.

Ώσπου ενώ ζούσαμε «σε σιέστα» σκάει το νέο της ηφαιστειακής σκόνης. Ερωτήσεις, πότε και αν φεύγουμε για την Αθήνα, ανησυχίες και γραφικά σενάρια οδικής επιστροφής δίνουν και παίρνουν. Γιατί δεν έχω αυτό το μερτικό στο φόβο, δεν ξέρω. Μήπως να έμενα και άλλο στη Βαρκελώνη; Εν τέλει, με τη θέληση της φύσης, επιστρέψαμε, ώστε το σενάριο της παραμονής δεν υπήρξε παρά μόνο υπόθεση.

Αλλά στη Βαρκελώνη mas… porque no? Macba, Gusto Barcelona, Picasso museo, café Jamaica, sky republic, librerias Bertrand, Woman’s secret…αν δεν υπήρχε η γοητεία της πόλης, η Βαρκελώνη θα έπρεπε να την εφεύρει. Και δια της υπογραφής του Gaudi, με τον οποίο έχω ίδια ημέρα γενέθλια- 25 Ιουνίου- η πόλη είναι ένα υπερρεαλιστικό τοπίο. Δεν ξεχνιέται εκείνο το ουράνιο τόξο, στην πλατεία Σαν Χουάν, μετά τη βροχή, όταν έφευγα από τη Sagrada Familia χωρίς ομπρέλα και με μια ενέργεια, να μη με νοιάζει αν γινόμουν μουσκίδι. Επειδή η ασθένεια του ρομαντισμού είναι σαν την ταυρομαχία. Δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη. Μόνο η απόλαυση της έντασης. Και σε όποιον αντέχει.

http://elblogdejaviercalvo.blogspot.com/
http://vids.myspace.com/index.cfm?fuseaction=vids.individual&videoid=32848470
http://www.alphadecay.org/
http://www.alphadecay.org/libro/matar-en-barcelona
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CE%B3%CE%BA%CE%AD%CE%BB_%CE%86%CE%BD%CF%87%CE%B5%CE%BB_%CE%91%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%82

http://www.slh.com/spain/barcelona/barcas.html

2 comments:

kostasst said...

Ζηλεύω, ζηλεύω, ζηλεύω! Μα όλοι στη Βαρκελώνη πήγατε; Δες το μπλογκ της φίλης μου της "Ηδύλης"... Να είσαι καλά να κάνεις όμορφα ταξίδια και αν μοιράζεσαι το άρωμά τους μαζί μας!

kostasst said...

...Επίσης να σου πω ότι ο προπάππους μου λεγόταν Ramon Bertrand και ήταν από τη Βαρκελώνη! Μήπως να ζητήσω ποσοστά από το βιβλιοπωλείο;