10.2.11

19. Η προέκταση.

Ιστορίες των Αθηνών (2) ΜΟΜΠΙΛ.

Μαθαίνεις ένα πουλάκι να είναι η προέκταση των χεριών. Εκεί που κάποιος, αόριστα και μεταφορικά, έπιανε πουλιά στον αέρα, ξαφνικά βλέπεις εσένα, στον ενεστώτα, να κοιμάσαι με ένα καναρίνι στην παλάμη. Πορτατίφ η παλάμη. Έξω στον κόσμο συναντάς αδιάφορη πληροφορία και πλοκή, ώσπου εδώ έρχεται το απλό και σου ανάβει φως. Αυτή η αφαίρεση, του απλού από το περίπλοκο και το πληροφοριακό, ως ενυπόθηκο όραμα, αποθεώνει το πραγματικό. Του επιστρέφει τις δυνατότητες. Μαζί και το ενδιαφέρον. Ηρεμία δύναμης. Δύναμη ηρεμίας. Με ελεγχόμενο ρίσκο όπως το νερό που κατατρύχει τους κάκτους. Στον Cactus Curicasha πέφτουν μετρημένες οι σταγόνες του νερού, αλλά ο κάκτος μπορεί, με το πέρασμα του χρόνου, και ανθοβολεί. Λιγότερο νερό, λιγότερο ρίσκο. Περισσότερο χώμα, περισσότερη συναρμογή. Ρίζες. Φως που περιφέρεται, από τον κορμό στον καρπό, από τον καρπό στο παρόν. Το μυαλό κατατρύχεται από άγχος, για το χρέος, και η εκπλήρωση του χρέους αφορά μια ένοχη λογοδοσία. Μια ενοχή υπόσχεσης στον εαυτό σου. Δίνεις και παίρνεις υπόσχεση. Αυτό έχεις για φόρο, μονάχα την υπόσχεση να αγοράζει την προέκταση, το νήμα στις τρεις πράξεις. Σε παρελθόν, παρόν, μέλλον. Συνέχεια ασυνεχής. Και κινηματικά, τα μάτια περιφέρθηκαν στο σκοτάδι, στιγμιαία. Αντιλήφθηκα. Όπως τα ρούχα ένοχα κρέμονταν, το ένα πάνω στο άλλο, απ’ την καρέκλα, ενιαίο το άγχος ομοιοκαταληκτούσε με το σώμα του καναρινιού. Οι άκρες των μανικιών προς το πάτωμα σχημάτιζαν μια ουρά, ενώ έσπαζε αργά, μες στον ύπνο, προεκτείνοντας το δείκτη του γυμνού χρόνου στα σκεπάσματα. Το αριστερό χέρι, πάντα ξεσκέπαστο, έμενε να αγκαλιάζει το μαξιλάρι και μαζί το ενιαίο σκοτάδι. Σμίλη αφημένη στο χειρουργείο. Παγωμένη σάρκα, ενώ θερμαινόταν το Υπερεγώ, εκλύοντας άγχος από το ρουθούνι νυκτός στο διάστημα.

No comments: