3.1.15

Γιατί γράφουμε;

Γράφουμε γιατί μας ελκύει να συνομιλήσουμε και να μιλήσουμε με τον προσωπικό ρυθμό μας, γιατί το στρηπτίζ των ερωτήσεων των άλλων μας έδωσε κι άλλο χιούμορ, κι άλλο υλικό για το «μπορώ» της γραφής. Στην ποίηση, αν γράφουμε και για να ξαναβρούμε, στο δοκίμιο, γράφουμε για να επινοήσουμε· όταν η αντάμωση με το απωλεσθέν και το νέο κείμενο συμπίπτει, τότε είμαστε μεταξύ γλώσσας και λόγου, κατάστασης και ενέργειας. Γράφουμε γιατί γράφοντας, ξαναδιαβάζουμε τον κόσμο, την κοινωνία, τη ζωή. Γράφουμε γιατί διαβάζουμε. Δίνουμε από αυτό που παίρνουμε, με αποδέκτη τον εαυτό μας ως άλλο, πρόσθετο σώμα ήδη, και τους άλλους, ως νέοι εαυτοί εν δυνάμει. Γράφουμε γιατί το πολύ φως διαδέχεται το βαθύ σκοτάδι. Είναι η στιγμή που έμεινε, μέσα από άλλες στιγμές και τις διαπέρασε ως συνέχειά τους, κι ίσως τελικά το ότι γράφουμε να είναι άλλη μία ιχνηλασία στα άκρα, στη γη του τίποτα και του όλου συγχρόνως, ενώ οι άλλοι δεν υπάρχουν γενικά αλλά ενυπάρχουν σε αυτό που δημιουργείται ειδικά και έτσι μας γίνονται ανεκτοί, αγαπητοί, υπέροχοι. Γράφουμε γιατί βγαίνουμε από τα σπίτια μας και γιατί η εμπειρία με αυτό που δεν γνωρίζουμε μας κατοικεί και ενδυναμώνει τις φωνές, ανοίγοντας παράθυρα, πόρτες, χαραμάδες. Το πέρασμα από τη μία στην άλλη γλώσσα δείχνει πως μια ιστορία αρχίζει να αφήνει τα ίχνη της, ενόσω ακολουθούμε πιστά, δουλεύοντας. Δουλεύω ίσον περιμένω. Γράφω. 

 
(δε)κατα”, τ.39ο , φθινόπωρο 2014, σ.95

1.1.15